- εναγελάζομαι
- ἐναγελάζομαι (Α)συγκεντρώνομαι σ' έναν τόπο σαν αγέλη, συνάγομαι, συναθροίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναγελάζεσθαι — ἐναγελάζομαι assemble like a flock in pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)